Monday, 29 June 2009

AFROFUNK ROOTS: TONY ALLEN



"Nigerian-born drummer Tony Allen was the unofficial musical director for Fela Kuti’s legendary ban Africa 70 from 1968 to 1979. [...] While Fela was radically pan-African, Tony Allen is fundamentally open to mixing cultures. While Fela was behind every note played by his group, Tony Allen leaves those who play with him freedom to be inspired. And while Fela became more and more political in his discourse and general attitude, Tony Allen became more and more musical. As if the two former accomplices (the leader of Afrobeat and his mythical drummer) had shared between them the slogan "Music is the weapon of the Future" : "Music is a weapon" for Fela and "Music is the future" for Tony. Yet during the 60s they had invented this alchemy of traditional African sounds and Black American rhythms together. [...] Tony Allen’s conception is completely open, no doubt influenced by jazz : "I write the backbone, essentially rhythmic, but the project remains open. Improvisation is essential.". At over 60 years of age, Tony Allen is in the process of creating an absolutely experimental form of Afrobeat." (MONDOMIX)
Αυτά είναι τα δυο τελευταία album του μεγάλου Tony Allen: το "Lagos No Shake" του 2005, σε παραγωγή Moritz Von Oswald (!) και το πρόσφατο "Secret Agent" στην World Circuit. Και τα δυο αντιπροσωπευτικά της στροφής που πήρε ο μουσικός στα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας προς τις ρίζες του afrofunk, αφήνοντας το crossover με την σύγχρονη pop και το hip-hop των προηούμενων album. Η παραγωγή του Moritz είναι πάντως καθοριστική, απομονώνοντας ύπουλα τα μπάσα, και βουτώντας τα κρουστά σε αυτό το βαθύ, υπνωτικό κανάλι που μόνο οι αυθεντικές αναλογικές κονσόλες των εργαστηρίων των Rhythm & Sound μπορούν να αποδώσουν. 
  

LAGOS SHAKE: A TONY ALLEN CHOP UP 2008



A RIOT IN LAGOS
Τι δουλειά έχει ο Moritz Von Oswald στο Λάγος της Νιγηρίας; Το 2008 κυκλοφόρησε ένα remix project πάνω στο album  του Tony Allen "Lagos Not Shaking", όπου το mastering έχει αναλάβει ο Moritz. Έχουμε έτσι τον Tony Allen να ρεμιξάρεται από τους Moritz Von Oswald, Mark Ernestus, Carl Craig, Dizzee Rascal και Diplo, αλλά και απόλυτα πρωτότυπες συνθέσεις από ανακαλύψεις του label Honest Jon's, σύγχρονων group από Βραζιλία, Κολομβία κα. Το αποτέλεσμα είναι μια εξερεύνηση του afrofunk και της αφρικανικής πολυρυθμίας μέσα από τις πολλαπλές ακουστικές της σύγχρονης μουσικής. Ο Moritz αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την διαχρονική επιρροή του afrofunk  και τις ατέλειωτες πιθανότητες που δίνουν τα ρυθμικά μοτίβα της Αφρικής. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα από τα καλύτερα remix albums που στήθηκαν ποτέ, με την έννοια που δίνει ο Moritz στη λέξη ρεμίξ:  δηλαδή όχι απλά να σαμπλάρουμε την πηγή, αλλά να χτίσουμε ένα εντελώς καινούριο και αυτόνομο κομμάτι μουσικής, εμπνευσμένο από την ακρόαση και μελέτη του πρωτότυπου, μεταφέροντας την αίσθηση που δημιουργεί το αρχικό track και όχι απλά διαλύοντάς το...

Το artwork από τον απίστευτο φωτογράφο Peter Hugo.

Sunday, 28 June 2009

MORITZ VON OSWALD TRIO - VERTICAL ASCENT 2009



INFINITION
Moritz Von Oswald, Vladislav Delay & Max Loderbauer. Αυτό είναι το σχήμα που έστησε ο δαιμόνιος Moritz και αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες της χρονιάς. Έχοντας ήδη κλείσει έναν κύκλο ζωντανών παραστάσεων τα τελευταία δυο χρόνια, το σχήμα δίνει στην κυκλοφορία τέσσερα αποσπάσματα από αυτή την πορεία στο mini-album "Vertical Ascent".  Και οι τρεις μουσικοί έχουν δείξει στο παρελθόν δείγματα της ζωντανής, ημι-αυτοσχεδιαστικής τους ικανότητας (ο Moritz στο "Recomposed", ο Vladislav Delay με το ομώνυμο Trio του και ο Loderbauer με το Non Standards Institute). Οπότε το σχήμα είναι εξοικειωμένο τόσο με τα φυσικά όργανα (ο Vladislav Delay παίζει εδώ drums), όσο και με τον τον ηλεκτρονικό αναλογικό ήχο και τον έλεγχό του ζωντανά. Το υλικό έχει πράγματι τη δυναμική τριών ανθρώπων, και σίγουρα αυτό κάνει το αποτέλεσμα πιο περίπλοκο και απρόβλεπτο. Αυτό που νιώθεις κατευθείαν σαν ακροατής είναι πως η παρέα αυτή αφήνεται στον ήχο της, τα νεύρα χαλαρώνουν και όλα αφήνονται να κυλήσουν όπως έρχονται. Οι μουσικοί δίνουν στους ήχους τον απαραίτητο χώρο, παρά την τρομακτική πυκνότητα του υλικού, αλλά και την χρονική διάρκεια για να αναπτυχθούν χωρίς πίεση. Και με την γνωστή τεχνική του Moritz, το μεσόρυθμο tempo και τα echo & delay effects, ο χώρος διαστέλλεται και μαζί και οι εντυπώσεις της κίνησης μέσα σ'αυτόν. Μια αίσθηση ευεξίας και ευρυχωρίας απλώνεται, καθώς τα πάντα παραδίνονται στη θέρμη των μουσικών και στη δίνη μιας σταθερής άνωσης. Το ίδιο το περιεχόμενο της μουσικής τους διαφεύγει κάθε ανάλυσης, και το μόνο που ζητάει από τον ακροατή είναι να αφεθεί και να ανακαλύψει τον δικό του τρόπο ακρόασης και προσανατολισμού μέσα σ'αυτό το, αμφίσημο και συνολικά απροσπέλαστο, υλικό.     Οι συγκεκριμένοι μουσικοί έχουν φτάσει σε ένα είδος μουσικότητας  τόσο άμεσης και διασισθητικής, που δείχνει κατά τη γνώμη μου μια αντίστοιχη προσέγγιση στον ήχο και την ιστορία της μουσικής, άμεση και αδιαμεσολάβητη από γενεαλογικές κατηγοριοποήσεις και στυλιστικά φετίχ.  Υπενθυμίζοντας πως το techno είναι περισσότερο ένα σύνολο ιδεών που μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε ήχο, ακουστικό ή μη, παρά μια ηλεκτρονική φόρμουλα, το σχήμα αυτό δεν χωράει σε κανένα πλαίσιο, ούτε καν σε αυτό του "πειραματικού".  Είναι θετική, αυθόρμητη μουσική, αφαιρετική αλλά όχι αφηρημένη και εγκεφαλική. Απευθύνεται στην διαίσθηση και στο σώμα, με έναν πολύ συγκρατημένο, ελεγχόμενο τρόπο.             Και αυτό την κάνει ακόμη πιο αινιγματική και ανοιχτή.                                                       Αφεθείτε να μπερδευτείτε!  

Thursday, 25 June 2009

UK EARLY JUNGLE: REMARC




THE AMEN BROTHERHOOD

"For many, the king of the super-technical Amen mash-up sound of the mid 90s was Remarc.On tracks like 'Ricky', 'Thunderclap' and 'R.I.P.' he shattered Amen into a thousand pieces and then put it back together in utterly alien but weirdly instinctive new shapes." (KNOWLEDGE)


"Despite the variety and a near-chaotic intensity of Remarc's re-wiring of the empty promise of rave to the sinisterism and dread of darkcore, the origin of each of these tracks lies on the flipside to the Winstons' 1969 top 10 soul hit "Color Him Father". Like many junglists, Remarc built his tracks over the "Amen" break, which is derived from "Amen Brother", a break that is sort of to jungle what "Apache" is to hip-hop: perhaps the integral strand in each sound's genetic code. Far from the IDM-leaning of jungle's over-ground, more white-washed head music, these are tracks of urgency and dread that appealed to/soothed the paranoia of too many years of drug use as much as it did to embody the thrill of communicative dance music. And yet, it's more sonically stuffed and sophisticated than both its spliff-cloud brethren and the drill-n-bass snobs." (PITCHFORK)

Remarc's tracks document a time of change in drum'n'bass -- from the last embers of hardcore's fire in the heyday of jungle to the birth of drum'n'bass and the 'jump-up' style. 1994's 'Ricky (Remarc V.I.P Mix)' cuts up and junglizes Remarc + Lewi's original hardcore classic into a jumpier more amphetamine-fuelled amen beast while still retaining the original's atmosphere between jittery funk and fear."  (FORCEDEXPOSURE)

"Remarc told me that one of the main reasons UK jungle slowly stopped using reggae elements was that as jungle skyrocketed in popularity, a lot of Jamaicans in the UK started complaining about how they were being ripped off and weren’t getting the cash, so it just got easier to leave the reggae samples behind, [thus] the reason I work with labels such as Shockout is that they actually deal with and pay the vocalists. That’s important. Dancehall is a very exciting music right now – there are a lot of very original, very strange productions coming out of Jamaica. It’s an exuberant, chaotic, bass-heavy culture, and in the quest for hit singles, the producers make some stunning, surprising music. That’s why I like it, I like all reggae, and to me one of the best things about reggae is the speed with which it evolves. It is quite easy to draw a narrative line connecting the conscious melodic roots reggae of the ‘70s up through to the weird, atonal, gangster synthetics of current ragga."  (Dj/Rupture @MUSICNEWCULTURE)
"Early jungle was all about physical release (in common parlance, "brocking out") and translating hip hop's beat science and dancehall's low-end into an endless powerpill Pac-Man chase around the dance floor. [...] It's totally generic in the best possible sense: Hundreds of tracks have followed a similar format, and that format set the basis for music that evolved to encompass nearly any sound an artist wanted." (CITYPAGES)
"Remarc's plays for the jungle underground, no dodgy piano, no safe synths, just uncompromising jungle brutality. [...] Remarc exemplifies the kind of junglist attitude that sounds like it was made between London's Westway and the deepest reaches of Detroit." (BOOMKAT)

Η Planet-μ επανακυκλοφόρησε το 2004 ακατέργαστο υλικό από έναν cult παραγωγό της Jungle/Hardcore σκηνής, τον Marc Forrester, γνωστότερο ως Remarc. Πολύ πριν γίνει το Jungle μια coffee-table υπόθεση κομμωτηρίου, ο Remarc αποθέωσε έναν ήχο όσο δεν πάει ωμό και άμεσο. Το όργιο του drum-programming επηρέασε την μανιέρα του Squarepusher και του μ-ZIQ μεταξύ άλλων. Ξεκάθαρα πολεμικά vibes, με το breakbeat να ισορροπεί ανάμεσα στο χάος της free-jazz και την αυταρχική μετρονομία των 4/4 του techno. Αγωνιώδης ατμόσφαιρα, ποτισμένη με αγενή Τζαμαϊκανά φωνητικά, και ανελέητες, υπεράνθρωπες ταχύτητες, που κάνουν την εμπειρία του χορού να μοιάζει με πεδίο μαχών: τα κλαμπς αναπροσαρμόζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, προετοιμάζοντάς τα ανακλαστικά μας για τις ανάγκες του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου!           (Η παραπάνω διατύπωση ανήκει στον Kode9, και δεν φαντάζει καθόλου υπερβολική  εαν ακούσουμε τον Remarc σε δυνατό ηχοσύστημα.)

DIMENSION INTRUSION

I see you / hold it / for me / baby / but you don't see...

I can't believe / still / that night's away / baby...

NY GARAGE: TODD EDWARDS



THE PRIMAL SCREAM 
"I love UK garage, I love 2-step and Todd Edwards. For a long time I felt that no-one liked it, some music people cussed it because they're stupid, but its music for real people, those tunes still sound better than most stuff when you’re out. [...] His tunes melt anyone." (Burial @THE WIRE)

"If anything, Burial can more accurately be described as 'ghost garage', especially as Untrue is clearly influenced by the catchy cut-up melodies and post 2step beats of Odyssey, the most recent album from garage king Todd Edwards."  (SOUNDOPINIONS)

"Todd Edwards created an innovative blend of rhythmic, cut-and-paste vocal samples, rubbery basslines, and slapping percussion that helped propel Britain's Sunday clubscene into the genuine cultural phenomenon of speed garage. [...] He established a prototype for garage music that retained the soul and grit but avoided the overly polished airs much of the music had acquired." (ALLMUSIC)
"The sound of Todd Edwards is characterised by an hypnotic collage of short cut-up samples over swing US garage beats and lively disco flavoured bass-lines." (DISCOGS)
"I’d call it divine intervention. With each year I understood more. Like, I started to grasp chords better. I don’t know where it came from. When you sample music you’re picking stuff up with your ear, and you’re starting to understand the science behind it. To tell the truth, there was a level of concentration, where I thought there was something with me. It moved me to tears; I didn’t know I was capable of those things. You feel this joy inside." (Todd Edwards @STYLUS)
Ο Todd Edwards γεννήθηκε και μεγάλωσε στο New Jersey των ΗΠΑ, όμως η σκηνή που τον αναγνώρισε σαν μέντορά της και τον απορρόφησε ήταν η Garage σκηνή της Βρετανίας. Βιώνοντας την χορευτική μουσική μέσα από μια spiritual gospel διάσταση, ο Todd Edwards ανέπτυξε μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή τεχνική στον χειρισμό του sampler: Χρησιμοποιώντας σε κάθε track έως και 50(!) διαφορετικά φωνητικά αποσπάσματα, σχεδόν στιγμιαίας διάρκειας το κεθένα, έφτιαξε μια καινούρια γλώσσα, έναν κώδικα διαισθητικής επικοινωνίας. Εφαρμόζοντας την μέθοδο των cut-ups σε gospel, blues, soul και folk φωνητικά, από πηγές και βινύλια του ενός δολαρίου στα παζάρια του δρόμου, έδωσε έναν ανέλπιστα νεωτεριστικό αέρα στο γερασμένο νεοϋορκέζικο house.  Οι φράσεις του ηχούν ακόμα και σήμερα alien, σαν κάποιος να προσπαθεί να μιλήσει μέσα στο όνειρό σου βγάζοντας ένα ακατάληπτο νόημα, που παραδόξως ακούγεται πιο ανθρώπινο και από ανθρώπινο. 'Οσο πιο ελλειπτικά και έμμεσα τα μηνύματα, τόσο πιο άμεσα(!) φτάνουν στο νευρικό σύστημα, αφού, χωρίς την διαμεσολάβηση της γλώσσας, οι συλλαβές έχουν ένα πρωτογενές συναισθηματικό αντίκτυπο. Η σύνδεση με τον Burial, και τις φασματικές ομιλίες ζώων, μηχανών και αγγέλων που μας μεταφέρουν καταστάσεις που θυμίζουν τις καθημερινές, ημιτελείς αλλά έντονες, απόπειρες επικοινωνίας με τους ανθρώπους, είναι προφανής και αναγνωρισμένη από τον ίδιον. Αυτά τα μικρά κομμάτα λόγου έχουν μια αυτόνομη ζωή από μόνα τους, γι' αυτό και φαίνεται να μεταφέρουν κάτι ζωτικό. Όλο αυτό κάνει κάτι μέσα μου, όπως ακριβώς και τα cut-up κείμενα του William Burroughs. (Να διαφύγεις τις γραμμένες στο παρελθόν γραμμές τους, χρόνια μετά τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί. Ο B. είναι η φωνή του T. μέσα από ένα σύννεφο υπογραμμισμένο σπασμένο χτύπημα στο τραπέζι.)
Όλα αυτά τα πιτσαρισμένα φωνητικά ακούγονται απίστευτα φουτουριστικά και γκροτέσκα, και μερικές φορές τρομακτικά, γιατί υπενθυμίζουν στον άνθρωπο αυτό που φοβάται περισσότερο να δει: την αλήθεια της καταγωγής του. Μου αρέσει γιατί τα πράγματα δείχνουν να πέρνουν τον δρόμο τους. Η House μουσική ξεκίνησε σκάβοντας βαθιά, και με τα χρόνια αναπτύσσει μια συνείδηση αυτού του πράγματος, του πρωτογενούς, προ-γλωσσικού πυρήνα που επιχειρεί να αποκαλύψει, κάτω από τα στρώματα του επιστημο-κεντρικού και λογο-κρατικού πολιτισμού... Ο Todd Edwards δεν εξαργύρωσε τίποτε από όλα αυτά σε επιτυχία.       Αλλά ο ήχος του κάνει τους πάντες να λιώνουν, και θα κολλήσει στο υποσυνείδητο όσων τον άκουσαν τυχαία σε κάποιο κλαμπ, σαν ένα κοινό μυστικό που κανείς δεν συνειδητοποιεί τη στιγμή που συμβαίνει, αλλά ο απόηχός του δε λέει να φύγει.


link1  link2  link3  link4  link5  link6 (mixtapes με το σύνολο των 12")

Wednesday, 24 June 2009

UK POST-GARAGE: ZED BIAS




ANDROID SOUL BREAKBEAT vs DEADLY DUB
"A man whose trademark basslines and sweet musical touches have been instrumental in shaping the sound that has become known as U.K Garage." 
"Alongside artists like EL-B, Wookie and Stanton Warriors, Dave is continuing garage's trajectory not as fast R'n'B but as the spiritual heir to jungle." 
"His music takes the hair-raising thrills that drum'n'bass and nu skool once offered and squeezes them into a two-step template. It's soulful without being syrupy ; impishly hooky but still a thousand rewinds removed from the proliferating theme tune mania that characterises uk garage's poppier product." 
"Zed Bias is 2-step's master of bass, and 'Neighbourhood' is possibly the most compelling expression of his low-frequency fetish yet.” 
"It (Neighbourhood) resonates with the life of the city, seeming to somehow encapsulate the essence of all those multifold basslines which so mysteriously flavour one's experience of urban space." 
"UK garage's unrivalled low-end technologist" 
(SUB)
"UK garage heavyweight, pioneer of the darker 2 step sound, founding father of the Dubstep movement and one of the most exciting and diverse underground producers, Zed has been a pioneer of UK Garage, Breakstep and the darker sound of Dubstep since day one, both as artist and producer." (TEKNOSCAPE)
'The turning point for Zed Bias came on hearing Dem 2's epochal Destiny in '98. Released in February '98, as Sleepless on Dem 2’s “Boston Experiments” EP on the New York Soundclash imprint (later reissued on Locked On), Destiny’s android soul breakbeat changed garage overnight. ‘What a track,’ Jones says ‘It brought to mind the possibilities of breakbeat. Destiny, for me is like a proper hiphop pattern but halftime. Those little synth sweeps just amazed me, how something so unpercussive could be such an integral part of a groove.’ (BEYONDJAZZ)
Ο Zed Bias είναι ίσως ο πιο επιτυχημένος και ταυτόχρονα ο πιο παραγωγικός από τους πρωτεργάτες της 2-Step Garage σκηνής. Με θρυλικά mixtapes ("Sound of the Pirates", 2000) αλλά και ηχογραφώντας μια σειρά από ολοκληρωμένα album, με το όνομά του ("Experiments with Bisonics Vol.1, 2007), ως Phuturistix ("Feel It Out", 2003 και "Breathe Some Light", 2007) και Maddslinky ("Make your Peace", 2003), προτείνει μια σύγχρονη σύνθεση απολαυστικής soul-jazz,  πάνω σ' ένα παιδεμένο, διανοητικά περίπλοκο broken-beat, το οποίο δένεται βίαια με το χαρακτηριστικά βρετανικό, ωμό μπάσο της dub υποκουλτούρας.               Ο τέλειος συνδιασμός δηλαδή... Το uplifting swing παλεύει με τα υπόγεια μπάσα σε μια χορευτική ανάφλεξη που διαρκεί, και επανέρχεται σαν το ιδανικό sountrack ενός ακόμη καλοκαιρινού εγκλωβισμού στην πόλη.       Τα κομάτια του σπασμένου beat ενώνονται και πάλι σε μια δεμένη, συμπαγή κρούση που βαράει στα κόκαλα και στο στομάχι, και ο αυταρχισμός των 4/4 δεν θα περάσει με τίποτα στη νέα δεκαετία!           (Το καλό που της θέλω).


Sunday, 21 June 2009

UK POST-GARAGE: STEVE GURLEY




SYMPHONIES OF SYNCOPATION
"Steve Gurley is definitely the best drum programmer in this country, if not the world. ‘This man basically came up with the Garage sound and I can’t stop emphasizing how important this man was for me and the entire scene. You ask any producer who started producing from 1999 through to the present day, and Steve has to have been a big influence on anyone who was producing 2step.' And having triggered crucial beat innovations all along the continuum from hardcore to drum 'n' bass to 2step in the 1990s, many now look to producers like Gurley, perhaps unfairly, for a spark of genius." (BEYONDJAZZ)
Ο Steve Gurley ήταν πίσω στα 1992 μέλος των Foul Play, ενός υπογείως επιδραστικού Jungle σχήματος που κυκλοφορούσε 12" στους κόλπους της Mooving Shadow. Ο Burial αναφέρει συχνά τον ήχο των Foul Play και το πόσο κοντά είναι στη δική του αντίληψη για το original junglist vibe. Ο Steve μεταπήδησε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας '90 στην Garage, κρατώντας όμως τα μαγνητικά μπάσα, κι επέκτεινε τις συγκοπές του 2-step πολλά βήματα παραπέρα, παραμένοντας μέχρι και σήμερα ένας από τους πιο εφευρετικούς παραγωγούς της βρετανικής κλαμπ υποκουλτούρας. Και από τους πιο διαχρονικούς!


UK POST-GARAGE: GROOVE CHRONICLES




CUTTING EDGE HYBRID BEATS
Around that time, UK garage producers El-B and Noodles came together to form Groove Chronicles. Their 1998 track "Stone Cold" served as a rallying cry for the frustrated junglists as well as a taste of things to come. By stripping the metronomic kicks from the mix, all that was left was swing and Reese bass, cut with a haunting female vocal. "The inspiration [came] from early drum & bass labels [like] Reinforced, Ram and Moving Shadow; early Naked Music, Peacefrog and Cross Section records, to name a few," claims Noodles, who worked in a record store at the time. Stone Cold was "using the energy of drum & bass with the deep melodics of house."  (URB MAGAZINE)
Η λονδρέζικη ετικέτα Groove Cronicles/DPR τρέχει από το 1997 με ιδρυτικά μέλη τον NOODLES και τον EL-B στον ρόλο μηχανικού του ήχου. Σήμερα πια αναγνωρίζεται ο ρόλος της ως απόλυτα καθοριστικός για την τροπή που πήρε ο ήχος του Garage στη Μ.Βρετανία. Τα dj sets του NOODLES παρέκλιναν από τα House όρια του UK Garage, ανακατεύοντας κλασικό νεοϋορκέζικο soulful Garage αλλά και Drum'n'Bass μέσα στην ίδια ροή! Ο ίδιος ο EL-B ήταν ίσως ο πρώτος παραγωγός που ενσωμάτωσε το 'τεράστιο' μπάσο της Jungle και Drum'n'Bass σκηνής στα πλαίσια μιας Garage παραγωγής. Και εγέννετο 2-Step Garage. Η τακτική αυτή γενικεύτηκε και κάπως έτσι ξεκίνσε όλο αυτό το cult με το Bass movement, που οδήγησε τελικά στο Dubstep. Εφαρμόζοντας το μάθημα που κερδήθηκε από το Jungle, δηλαδή το υπόγειο ultra-sub μπάσο, η βρετανική εκδοχή του garage-house οδήγησε το αμερικάνικο πρωτότυπό της σε ένα πολύ πιο βρόμικο και σκληρό επίπεδο... Για ακόμη μια φορά στην ιστορία της χορευτικής μουσικής η καινοτομία προέρχεται από μικρές μετατοπίσεις στα στοιχεία εκείνα που διαρκούν μέσα στις δεκαετίες: τα Soul φωνητικά και τις βαθιές δονήσεις του μπάσου!

Saturday, 20 June 2009

EL-B : THE ROOTS OF BURIAL




Ο Burial παραδέχεται την επίδραση του Garage παραγωγού EL-B, (στο WIRE Ιουνίου):

Burial: ''The first time I heard El-B's garage tunes was in the late 90s. I loved those tunes. He had a darker style than others, colder and more hypnotic. His drums were like a dark art. You knew that if you got one of his records it was going to be special. Some producers have methods that just silence people and El-B's got that. The space in the tune, the subs, the cut up vocals in the emptiness. . Those tunes were rolling in a way you can't describe. They were rough and deadly but also sort of graceful and eerie, and they sound dark in a car. Perfect underground music.  El-B and Steve Gurley were the ones, I just wanted to make tunes like them. They had everything good about jungle and garage but it sounded like the future and still does. El-B had his tunes and his label, kept a low profile and made classic records. He brought other producers through too. He's done a lot for UK underground music .  When you got the vinyl with the Ghost logo, it was like you were in on a secret. you could get deep into them.  Its time he got proper recognition. This collection on Tempa shows a new generation what he was about and how legendary those tunes were.  There's a lot of unheard new El-B beats too... . . he could probably be a UK Timbaland if he wanted - he does street music with a darker UK edge to it. He can hold his own ground alongside big US R&B & Hiphop producers. But it was the garage where he took it to the next level.'
Και το 2006 στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη:
Burial: "I became obsessed with El-B and garage. Those drums. I’d been into jungle but then heard that stuff and loved it[...] So to me garage sounded the same: it was also just sub and drums. Rollage. Pirate sounding… like early jungle before it became regimented and boring. [...] I discovered EL-B and garage at the same time. Then I heard “Stone Cold” [των Groove Chronicles & EL-B] and I was just like “fuck…”. It's dark. That tune’s never left my head. That tune is still going around my head from the first time I heard it. And the thing about those drums: they’re still the future. It’s not a lost art – people still don’t know how to do those drums. It’s an unknown thing. It’s like the last fucking secret left in music: how you do those drums. I’ve tried. I’ve locked myself away and tried. And the thing about garage is: the more you look at it like some tech-boy producer, the less you get it.[...] Some of those tunes are sad because they sounded like the future back then and no one noticed. They still sound future to me. El-B’s stuff is still ahead of the game."
link1 (ολόκληρη η συνέντευξη του EL-B στο τελευταίο WIRE)
link2 (ολόκληρη η συνέντευξη του Burial στον Blackdown, το 2006)

Friday, 19 June 2009

JOKER: PURE FIRE (FROM BRISTOL)




To 'Digidesign' του Joker είναι κατά τη γνώμη μου το πιο χαρακτηριστικό δείγμα γραφής της τελευταίας γενιάς μουσικών και αποκαλυπτικό της προσέγγισής τους στον ηλεκτρονικό ήχο. Η μελωδία του συγκεκριμένου track είναι από τις πιο κολλητικές που έχω ακούσει σε χορευτικό instrumental, κερδίζοντας μια θέση δίπλα στο πάνθεον του είδους κομματιών-ύμνων σαν τα 'Analogue Bubblebath 1' του Aphex Twin και 'Lush 3.1' των Orbital.  Μόλις είκοση(!) χρονών και κάτοικος Bristol, ο Joker γίνεται με τον καιρό το αγαπημένο παιδί του τέλους των '00s, κερδίζοντας μια μεγάλη γκάμα μουσικόφιλων, από τον σκληρό πυρήνα του βρετανικού dubstep ως τους οπαδούς του οχτάμπιτου hip-hop της μετα-Dilla και μετα-Madlib Αμερικής. Η μουσική του μιλάει σε όλους, ακόμη και στο mainstream ακροατήριο, αφού θυμίζει διαχρονικά ραδιοφονικά tunes των δυο προηγούμενων δεκαετιών, την soul του '80, τους Cameo αλλά και G-funk, και τις καλύτερες στιγμές του πιο πρόσφατου Grime. Ή μάλλον δεν θυμίζει αυτά καθαυτά τα παραπάνω είδη αλλά την ατμόσφαιρα που δημιουργούν, σε μια instrumental, αφαιρετική version. Κάθε κομμάτι του εμψυχώνει και από μια χαρακτηριστική εικόνα της εφηβίας, τις αγοροπαρέες που λιώνουν μπροστά από τα video-games σε έναν χώρο γεμάτο καπνό, τα μπιλιάρδα και το Baywatch, την αναβολική κουλτούρα του γυμναστηρίου, και όλη τη σαμπανιζέ λαγνεία της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ. Γενιές επί γενεών μεγάλωσαν μέσα στα σκουπίδια. Το θαύμα των τωρινών εικοσάριδων συνίσταται στο ότι δεν έχουν κόμπλεξ με το trash, κολυμπούν άνετα μέσα σ'αυτό, και ανασύρουν μια απίστευτα "περιεκτική" μουσικότητα, που τα δέχεται όλα, και όλα τα αλέθει, φτιάχνοντας τελικά έναν πολυ-τοξικό illustration χυλό, έναν ήχο που συμπυκνώνει όλη την media-design πραγματικότητα και την υπερέκθεση στο θέαμα...Οι άμυνες αυτής της γενιάς μού φαίνεται πως είναι ο ίδιος ο κορεσμός: το θέαμα αυτο-ακυρώνεται λογω της υπερτροφίας του, αφού τελικά για να επιβιώσουν τα νεύρα τους παθαίνουν ανοσία. Ή κάτι τέτοιο.
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να εξακριβώσω από που προέρχεται όλος αυτός ο oίστρος μουσικών σαν τον Joker ή τον Zomby, και που πηγαίνει. Αυτό θα πει πως παρακάμπτουμε κάθε αναβίωση των '80s που γνώρισε μέχρι στιγμής ο οργανισμός μας. Γιατί αυτό εδώ το παιδί μιλάει για το σημερινό βίωμα, με τρόπο ευθή και αδιαπραγμάτευτο, επαναφέροντας τη χαμένη δραματικότητα και το νεύρο που είχε χαθεί προ πολλού από την χορευτική μουσική...
Πραγματικά, respect. 

Wednesday, 17 June 2009

ASYMETRIC GROOVES & SYNTHETIC SOUNDS




MILES DAVIS--ON THE CORNER, 1972
"A planned recording session with Jimi Hendrix, the very guitarist that Miles had wanted in his band ever since he had first heard him, tragically never occurred due to Hendrix's untimely death. The guitarist continued to exert a powerful influence on Miles' music, however, as his trumpet was increasingly fed through a wah wah foot pedal, producing a remarkably Hendrix-like tone to his playing. [...] Miles also started to consider his apparent move into the white arena over the previous couple of years, performing to largely white audiences, and decided it was time to attract a different crowd yet again. He wanted his concerts to be filled with young, funky street-wise blacks, all shaking their asses to a new, more primal music. [...] The purist jazz buffs were now deeply put out by Miles deliberately turning his back on them, and even 25 years later opinion about his most controversial album is still highly divided. [...] Quincey Troupe, in his book Miles And Me, admits that the album perfectly captured the essence of street life in a city such as New York: 'On The Corner is definitely African-American urban funk tinged with jazz and Indian and African flavours. It's a jambalaya of gumbo from New Orleans. It's 'hip-hop' before 'hip-hop'. Indeed, it might have been the first hip-hop record released by a major label, with its recurring bass and high-hat drum rhythms punctuated by snare accents, its use of electrical instrumentation and its looping of the recording tape.' [...] The centre piece to most jazz compositions is the solo, and On The Cornercarries precious few solos and concentrates more on an oceanic ensemble-style playing, where musicians focus on their contribution to the whole rather than on their individual moment in the spotlight. Rhythms are tight, sharply focussed and funky as hell; slinking and sliding around all over the floor with serious attitude. The production, by Teo Macero, and richness of sound is quite boggling with the flavourful and vibrant bass sounds being particularly palatable to the feet. The Blaxploitation-esque cover by Corky McCoy (an old flatmate of Miles') takes a very different approach from Abdul Mati and is well tuned to the musical content. The 'funky street scene' cartoons give a perfect indication of just how far the music is even from Bitches Brew, never mind the pre-electric Miles." (BEEFHEART)

Το 1972 ο Miles Davis κυκλοφλορησε το επίμαχο album "On the Corner", με συμμετοχές από τους Herbie Hancock, Chick Corea, Jack DeJohnette και John McLaughlin. Με τον δίσκο αυτό ο Miles επιχείρησε να ξανακερδίσει την αγάπη των αφροαμερικανών ακροατών, ιδιαίτερα των πιο νέων,  μετά από την επιτυχία που απέκτησε στο 'λευκό' κοινό μέσα στη δεκαετία του 1960. Ακόμη και σήμερα αμφιλεγόμενο, το album ήταν μπροστά από την εποχή του, κάνοντας χρήση των νεωτεριστικών τεχνικών του overdubbing και looping, και μιας δυνατής παραγωγής, ασυνήθιστης ως τότε στην jazz, που επικεντρωνόταν σε άγριους, χορευτικούς ρυθμούς. 
Το 2007 βγήκε στη φόρα ένα set από 6 cd's με τα Complete On the Corner Sessions, που αναδεικνύουν το εγχείρημα του Miles για έναν ήχο περισσότερο αρχέγονο και ωμό, καταγράφοντας την ίδια στιγμή τις (θετικές) αντιδράσεις του στη νέα studio τεχνολογία. 
Εκείνος που με έκανε να στραφώ  σ' αυτό το δίσκο ήταν αρχικά ο Bill Laswell (που δέκα χρόνια πριν χρησιμοποίησε μερικά αποσπάσματα στο re-mix project "Panthalassa") και πριν ένα μήνα ο Kode9! Στην συνέντευξή του στο WIRE Μαΐου αναφέρεται στο "On the Corner" σαν ένα πρώιμο επίτευγμα ασύμετρου ρυθμού και συνθετικών ήχων! Το ασύμετρο και το συνθετικό είναι δυο από τις κεντρικές εμμονές στον λόγο του Kode9, μαχητικά ασχολούμενου με την κριτική ερμηνεία του breakbeat / hardcore φαινομένου, και την πρακτική επέκτασή του στις ανθρωπολογικές και πολιτικές του διαστάσεις.                                             Θα επανέρχομαι συχνά!

Tuesday, 16 June 2009

KWAITO::THE ELECTRONIC CULT OF SUBURBAN AFRICA





Kwaito is a music genre that emerged in JohannesburgSouth Africa during the early 1990s. It is a local evolution of house music combined with African sounds. Typically at a slower tempo, Kwaito often contains catchy melodic and percussive loop samples, deep basslines and vocals. Although bearing similarities to Hip Hop and Rap a distinctive feature of Kwaito is the manner in which the lyrics are often shouted, blabbered and/or chanted. DJ Diplo described Kwaito as “slowed-down garage music” most popular among the “poor [black] kids” of South Africa ". (WIKIPEDIA)

 Like hip hop in the United States, kwaito is not just music. It is an expression and a validation of a way of life - the way South Africans dress, talk and dance. It is a street style as lifestyle, where the music reflects life in the townships, much the same way hip hop mimics life in the American ghetto. (SOUTHAFRICA)
In a country where close to half the population is under the age of 21, youth culture has taken a firm hold and Kwaito music - the new sound of the township - has helped shape a spirit of optimism and self-confidence. (BBC)
• Kwaito is the sound of the new South Africa -- an urban "mix masala" of South African music genres and Western house music and hip hop. It has come to define the generation that came of age after apartheid, that essentially inherited that nation's young democracy. (INSIDEOUT)
Αυτό είναι το μουσικο-χορευτικό φαινόμενο του kwaito. Η τοπική σκηνή της Pretoria/Johanesburg κυκλοφόρησε ένα από τα πιο θρυλικά single της... Warp (!) πυροδοτώντας την 'funky' στροφή στη λονδρέζικη σκηνή του dubstep εν έτη 2008 και σιγά-σιγά σε ολόκληρο τον πλανήτη! Ο επαναπροσδιορισμός των 4/4 περνάει μέσα απ' τα νοτιοαφρικανικά γκέτο και ο συνδιασμός bleep και αφρικανικού percussion είναι σκέτο χάσιμο! 
Δεν έχω λόγια...