Wednesday 25 February 2009

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ



Now that lilacs are in bloom, she has a bowl of lilacs in her room, and twists one in his fingers while she talks. 
Η φωτογραφία απεικονίζει τον Kazuo Ohno, Ιάπωνα χορευτή του butoh, ο οποίος έγινε το πρόσωπο στα εξώφυλλα των δυο τελευταίων κυκλοφοριών του Antony & The Johnsons (ep & lp). Το 1994 αφιερώθηκε σε αυτόν ένα ολόκληρο φωτογραφικό λεύκωμα, από τον επίσης Ιάπωνα φωτογράφο Eikoh Hosoe.               O Antony έχει τρομακτικές αναφορές σαν καλλιτέχνης.

NON STANDARD INSTITUTE




To Non Standards Institute είναι άλλο ένα μυστήριο project που βγήκε στη SÄHKÖ το 2007. Μουσική παίζουν δυο techno παραγωγοί ενεργοί από τα mid 80’s (ένας εκ των οποίων είναι ο Max Loderbauer των Sun Electric ). To album αποτελείται απο 23 σχετικά σύντομα αποσπάσματα που προέκυψαν από ζωντανό αυτοσχεδιαμό δυο χρόνων στο Βερολίνο. Χρησιμοποείται ένα ακουστικό πιάνο, η multi-effects κονσόλα Roland DEP 5 (μοντέλο 1986) και ένα Roland TR-808. Το πιάνο παίζεται ήρεμα και συγκρατημένα και καθόλου μελοδραματικά ενώ τα ηλεκτρονικά όργανα παραλαμβάνουν τον ήχο του και τον στέλνουν στη στρατόσφαιρα. Ηχώ και αναδιπλασιασμός είναι τα εφέ που κυριαρχούν, δημιουργώντας διαφορετικές ποιότητες χώρου και υφής για το πιάνο που εγκαθίσταται στο κέντρο τους. Το NSI είναι ένας δίσκος χτισμένος πάνω στο αυθεντικό ηχόχρωμα του πιάνου και πάνω στην ιδιαίτερη ανάκληση που δημιουργεί λόγω της φορτισμένης του ιστορίας. Έτσι, χωρίς να επιστρατεύονται περιττές παραμορφώσεις, οι γραμμές του πιάνου ανακαλούν την ευρωπαΐκή jazz και έναν atonal μινιμαλισμό, αλλά με μια διάθεση υπονόμευσης και ένα ελλειπτικό χιούμορ που αποκαλύπτεται ύστερα από συνεχείς ακροάσεις. Μακριά από τη σοβαροφάνεια και την επίφαση λυρισμού που καθιέρωσε σε ανάλογες απόπειρες η ECM (η οποία μου τη σπάει πιο πολύ για το πακετάρισμα και την υπερ-αισθητικοποίηση στην παραγωγή του Manfred Eicher και όχι για την ίδια τη μουσική). Μακριά και από το γεωλογικό ambient του Harold Budd, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πιο αποστασιοποιημένο παίξιμο που δεν είναι απαραίτητα ευχάριστο για τον ακροατή και τον κρατάει σε ένα περίεργο είδος εγρήγορσης.  Αυτό πιστεύω πως συμβαίνει λόγω του ταυτόχρονου και αυθόρμητου αυτοσχεδιασμού των δυο οργάνων (πιάνου & Roland), και των αναγκαίων περιορισμών που η συνύπαρξή τους θέτει. Με λίγα λόγια ούτε οι πιανισμοί γίνονται δεξιοτεχνική μανιέρα ούτε προκύπτει επιδειξιομανία στις προσθήκες των εφέ. Αντίθετα το ηχόχρωμα του πιάνου σχολιάζεται από ένα υπαινικτικό ηλεκτρονικό περιβάλλον το οποίο βρίσκεται εκεί για να υποβάλει τη διάσταση του χώρου και να υπενθυμίσει διακριτικά, με ένα μεταλικό απόηχο, την ταπεινή μηχανική του υπόσταση. 

Η ΩΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ


Η φιλανδική SÄHKÖ ήταν το label που καθιέρωσε την ακαιρεότητα του αναλογικού σήματος στην εναλλακτική σκηνή. ‘Ολες της οι κυκλοφορίες είναι αποτέλεσμα live εκτελέσεων στο studio που μαγνητοφωνούνται κατευθείαν σε DAT. Χρησιμοποιείται hardware εξοπλισμός και vintage αναλογικά όργανα. Η μέθοδος αυτή παράγει έναν ήχο μοναδικά απτό και υλικό. Και κάτι περισσότερο. Οι pan sonic μεταχειρίζονται τον αναλογικό σχεδιασμό ήχου σαν σημείο αναφοράς για να προσεγγίσουν την πρόσφατη ιστορία, εξετάζοντας το ρόλο που έπεξε ο ηλεκτρισμός, οι ενισχυτές, το μεγάφωνο, το ραδιόφωνο, μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. 

Το techno είχε πάντοτε ένα διφορούμενο χαρακτήρα, ήδη από την εποχή των Kraftwerk και Cybotron, ήταν μια ειρωνική και πικρή άνευ όρων κατάφαση στην τεχνολογία, και εκδήλωση δέους απέναντι στο Τρίτο Κύμα του Alvin Toffler. Η εννοιολογική προσσέγγιση της SÄHKÖ στην επιστήμη του ήχου αντιστρέφει τον διονυσιακό χαρακτήρα του rave και μπλοκάρει τη χορευτκή ευδαιμονία του. Σε κάποιο flyer της εταιρίας το 1992  το concept της βραδιάς είχε τίτλο TWIN BLEEPS με την συνοδευτική προτροπή : fire rave with us!  Στις κυκλοφορίες της βρίσκουμε σαμπλαρισμένους λόγους του Stalin και του Hitler, εμβατήρια και ήχους που θυμίζουν βασανισμό ζώων. Ο Mika Vainio κυκλοφορεί κάτω από το πειραματικό project Ø (=κενό σύνολο) μια σειρά που βασίζεται στην ψυχοακουστική έρευνα για την επίδραση της συχνότητας στον άνθρωπο, θυμίζοντας μεθόδους πλήσης εγκαιφάλου και βασανιστηρίων ανάκρισης. 

Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η αναγνώριση της πλαστικότητας του ηλεκτρικά παραγώμενου ηχητικού σήματος, η αμφισιμία του και η ετοιμότητα του να προσομοιώσει στους ήχους των φυσικών οργάνων και των φυσικών φαινομένων γενικά. Ηλεκτρικοί σπινθήρες αντιπαρατίθενται σε μαγνητοφωνημένες concrete πηγές και η ίδια η ηλεκτρική ενέργεια αντιμετωπίζεται σε όλη την ρευστότητα της, σαν ένα φυσικό φαινόμενο. Οι δυο pan sonic έχουν σπουδές στην αρχιτεκτονική, κεντρική τους αναφορά είναι όμως ο ζωγράφος Francis Bacon και η κοινή τους εμμονή γύρω από την ωμότητα των πραγμάτων και το μυστήριο της παρουσίας. Η μουσική τους υποβάλει την αίσθηση της παρουσίας μ’ έναν τρόπο θεατρικό και υλικό, που χτυπάει κατευθείαν στο νευρικό σύστημα δίχως τη διαμεσολάβηση κάποιας αφήγησης.

Ο παλιός κατάλογος της SÄHKÖ επανακυκλοφορεί (με νέο σχεδιασμό στους χαρτονένιους φακέλους των cd).

Sunday 15 February 2009

TECHNO POVERO



BCD2. 15 χρόνια μετά τη πρώτη BCD συλλογή η Basic Channel αιφνιδιάζει επαναπροτείνοντας υλικό από τη διετία 1993/4, με μια ultra lo-fi παραγωγή και τη μόνιμη έποδο buy vinyl! στο οπισθόφυλλο. Το BCD του 1995 βγήκε σε ambient παραγωγή, το παρόν CD2 εστιάζει σ' έναν ήχο κρουστό και στεγνό, με μια μαγνητική προσήλωση στο ρυθμό που θυμίζει δερβίσικο σαμανισμό. Το δίδυμο των Mark&Moritz μοιάζει να έχει βρει εδώ και δυο δεκαετίες στο Βερολίνο τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ασκητική και την εκστατική προσσέγγιση στη μουσική, παρέχοντας λύση σε δυο ασύμπτωτες έννοιες που ελάχιστοι πολιτισμοί μπόρεσαν να εναρμονίσουν στο παρελθόν. Techno? Αυτή η ασύγχρόνιστη, πολυρυθμική κατασκευή, που διαστέλλει τον χώρο, είναι παραδόξως φτιαγμένη στην ανθρώπινη κλίμακα, το μέτρο της είναι το ανθρώπινο σώμα και θερμοκρασία της η θέρμη των ανθρώπινων άκρων. Μαλακός μοντερνισμός τρίτης γενιάς, από τσόχα και λίπος. 

Saturday 14 February 2009

DREAM OF CALIFORNICATION





Η Marry-Anne Hobbs (του BBC) παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις στη δυτική ακτή των ΗΠΑ, την περασμένη Τετάρτη μάλιστα έγινε και το αντίστοιχο in situ αφιέρωμα για το RADIO 1  ("WEST COAST ROCKS").  Όλοι περίμεναν πως κάποια στιγμή θα ερχόταν και  η ώρα των αμερικανών να ανακαλύψουν τη χαμένη τους ιστορία, το hardcore του Detroit και την free jazz της αναρχίας και του μυστικισμού του Sun Ra. Το ότι κατάφεραν να τα συμπυκνώσουν όλα αυτά σε μία κατάσταση  που ξεπερνάει σε αυθεντικότητα και τραχύτητα τις αντίστοιχες ζυμώσεις στο ΝΑ Λονδίνο (δίχως να καπελωθεί η όλη φάση με μια ταμπέλα τύπου dubstep) είναι όντως πολύ shockin' ... Παρατηρώ δε τα εξής:
• Tο groove έχει ξεφύγει από το κυκλικό σχήμα της λούπας. Μάλλον το παρόν groove δεν έχει συγκεκριμένο περίγραμμα και  αναγνωρίσημο σχήμα, παραμένει για την ώρα deforme. Πιο κοντά στην αυθεντική αίσθηση του breakbeat του 1990, σε κείνο το αλλοπρόσαλο, ανεξέλεγκτο beat που αποσυντονίζει  τα μέλη του σώματος στα πρώτα single των prodigy.
• Τα breaks ξεφεύγουν από τα κλισέ drum rolls του George Clinton, μάλιστα δεν πρόκειται καν για sample breaks αλλά μάλλον για πρωτογενή προγραμματισμό πάνω στους κλασικούς ήχους των 808+909. Παρατηρέιται πολυρυθμία και ασυγχρόνιστα μοτίβα να τρέχουν παράλληλα.
• Ο χαρακτήρας της ευφορίας έχει αλλάξει, από την ντόπα προς μια περισσότερο "πνευματική" ψυχεδέλεια, πολύ κοντά στους Sun Ra, Pharoah Sanders, Charles Lloyd.
• Η λογική της σύνθεσης ακουστικού/ηλεκτρονικού μετατοπίζεται από το patchwork στο fusion. Από την εφετζίδικη αντιπαράθεση 303 bleeps και χάλκινων πνευστών (που χαρακτήριζε labels όπως της Talkin' Loud, Mo' Wax & Ninja Tune τη προηγούμενη δεκαετία), στην ώσμωση τους. Το νέο ground beat συμπεριφέρεται ως jazz το ίδιο. Κατέχει την jazz, δεν την σαμπλάρει σαν στολίδι.
• Παρατηρώ μια μετατόπιση από τον καναπέ προς κάτι που είναι όντως club classic, που  φτιάχτηκε in order to dance και όχι in oder to lounge. Η παραγωγή είναι πιο δυνατή, πρόκειται για αργόστροφα beat που σε θέλουν να χορεύεις, και μάλιστα πρωτόγονα, όχι απλά να κουνάς το κεφάλι. Όλα τα όργανα έρχονται στην επιφάνεια, έχουν το ίδιο βάρος, δεν υπάρχουν διακοσμητικά στοιχεία, υπάρχει ωμή ενέργεια όπως στα πρώτα acid trax, είναι όλα to-the-point, δεν υπάρχει καλλιέπεια και πρόθεση στυλιζαρίσματος.
• Είναι μουσική που μπορεί να παιχτεί live. Η σύνθεση εξελίσσεται σε κάθε τετράμετρο, δεν  είναι στατική. Η παρατεταμένη επανάληψη μιας φράσης έχει ξεπεραστεί, οι φράσεις δεν  εξελίσσονται σταδιακά και με παραλλαγές αλλά γρήγορα και αυτοσχεδιαστικά.
• Το ψυχολογικό υπόβαθρο δεν είναι πια η cinematique λαγνεία, αλλά οι άγνωστες απολαύσεις που ανοίχτηκαν για όλους μας στο internet τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι τα Twin Peaks,  είναι το Inland Empire, το παιχνίδι χοντραίνει, η απροσδιοριστία του χρόνου και της συνείδησης των avatar, το αδιάστατο σύμπαν στα album του Burial.
• Τέλος σημειώνω την απουσία hype και επιτήδευσης στους νέους παραγωγούς, τη σεμνότητα του Ras-G, που δεν φωτογραφίζονται με στολές της NASA & δεν χαμουρεύονται με την Bjork (!).

O Rob Brown των Autechre για το File Sharing


File sharing, do you have an opinion on it, has it affected you? I think Sean’s a bit more interested. I dunno, I used to record everything off the radio when I was a kid, and swap tapes. I think now, with file sharing, the only problem is you have a lower quality recording, but within the digital domain that genuinely is a lower quality recording. When I was taping off the radio, or taping it off a friend who had taped it off the radio, I’d grown up on these kind of ghostly versions of records that existed, and I’ve chased up the original 20 years later and found that the original is a actually little less enchanting than the one I’ve got on my cassette because of the weird, esoteric nuances that bootlegging gives you.

Άσχετο, αλλά μπορεί ακριβώς αυτή η "εσωτερική" ποιότητα της ηχογραφημένης μουσικής εν γένει (που αυξάνει με τις αλλεπάληλες αντεγραφές) να είχε στο νου του και ο Philip Glass μιλώντας για την ηχογράφηση που καθόρισε τη δική του μουσική ποιότητα, το "Goldberg Variations" του JS Bach, στην αυτιστική και μισανθρωπική εκτέλεση του Glenn Gould.  (Ένας πάτος του lo-fi ever).

Thursday 5 February 2009

THE SECRET LIFE OF ARABIA

Kieran Hebden & Steve Reid - NYC


Είναι μάλλον σπάνια η συνάντηση ενός περκασιονίστα της jazz με έναν expert του ηλεκτρονικού αυτοσχεδιασμού. Οι kieran Hebden & Steve Reid αυτοσχεδιάζουν παρέα εδώ και κάμποσα χρόνια και το τέταρτό τους album που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη μου προκαλεί δέος για την ειδική ισορροπία που πετυχαίνει.  Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που μας δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σε τέτοια έκταση και λεπτομέρια την αλληλεπίδραση ζωντανών κρουστών και αναλογικών ηλεκτρονικών πηγών.  Και μάλιστα όχι σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο  του τύπου ECM, αλλά μέσα από ένα υπόγειο τζαμάρισμα δύο φίλων που απολαμβάνουν την περιπέτεια χωρίς προθέσεις καλλιέπειας και φορμαλισμού.  Χαίρομαι την ωμότητα και την αγριάδα και στις τρεις ηχογραφήσεις του περιστασιακού σχήματος που με κέρδισε μόνον με τη μουσική του, δίχως να συντρέχει κανένα ιντερνετικό hype γύρω απ'το όνομά του. Το παράδοξο είναι ότι ποτέ δε με κέρδισαν οι Fourtet, το solo όχημα του Hebden δηλαδή. Και επίσης ποτέ δεν κατάφερα να αντέξω solo album περκασιονίστα της free jazz για πάνω από δέκα λεπτά! Να όμως που ο συνδιασμός των δύο φαίνεται να δημιουργεί κάτι νέο  που ξεπερνάει τις επιμέρους ετικέτες. Μάλιστα αυτό που ακούγεται τελικά δεν μπορώ να το συνδέσω με το προηγούμενο σχημάτων σαν τους Musica Electronica Viva και AMM και τον μνημειακό τους παροξυσμό με την avant-garde.
Εντωμεταξύ παραμένει ζητούμενο το αν τα αναλογικά ηλεκτρονικά μπορούν να παιχτούν ζωντανά από έναν αυτοσχεδιαστή όσο και αν το όλο εγχείρημα  της free jazz μπορεί να αποδώσει ομαδικό αυτοσχεδιαμό, ή αν είναι μια ακραία μουσική ουτοπία εν είδη ιστορικής πρωτοπορίας και μόνο.  Το ότι η free jazz παράγει έναν παρδαλό θόρυβο καταλίγοντας βαρετή είναι κάτι που απογοήτευσε όσους προσπαθούν να παλέψουν το χάσμα ανάμεσα στη γοητευτική βιβλιογραφία για τη free jazz και τα κατεβατά που αφιερώνει το WIRE για τον Anthony Braxton από τη μία, και τη στρυφνή εμπειρία της ακρόασης από την άλλη.
Ακριβώς εδώ είναι που το παρόν ντουέτο κάνει την έκπληξη. Ακούγεται τόσο απροσποίητα contemporary βασιζόμενο σε μια πάρα πολύ απλή ιδέα: τα χύμα αναλογικά oscillators αποτελούν περιέργως ένα κατάλληλο υπόβαθρο, ουδέτερο και ψυχρό σαν ηχόχρωμα, αλλά και αρκετά εξτρεμιστικό ώστε να διεγείρει τον drummer και να εξάπτει το groove, αφήνοντάς μας ακουστικό χώρο για να απολαύσουμε τους εξαιρετικούς ρυθμούς σε όλη τους τη λεπτομέρια. Και αντίστροφα, τα χορταστικά περίκπλοκα μοτίβα του drum section, με τα γεμίσματα και την σωματικότητα που εκπέμπει ένας αληθινός περκασιονίστας, παρέχουν ένα ιδανικό κόντρα-υπόβαθρο ώστε να μετατρέπουν τα frequency variations του Fourtet σε ουσιαστικό θορυβικό παράγοντα με νέυρο, πολύ μακριά από την αυτάρεσκη πειραματίλα του είδους. 
Τελικά η συμβατότητα μεταξύ drummer και modular synths είναι απρόσμενη και το παρόν σχήμα εκμεταλλέυεται και καλλιεργεί αυτό το εύρημα συνειδητά. Το αποτέλεσμα είναι άξιο μελέτης!