Saturday, 30 May 2009

Fat Freddy's Drop




"First and foremost a live band, constantly tweaking their songs, so that no two performances are the same, this seven-piece family of musicians emerged from funk jam bands to reggae soundsystems, jazz improvisation and live techno, to become one of New Zealand's most respected groups. [...] An innovative and original Pacifika fusion of soul, dub, funk, jazz, roots reggae, and blues". (από το προφίλ στο Discogs).

Μια ξελιγωτική live μπάντα από τη Νέα Ζηλανδία (!), με ένα ανακάτεμα ήχων που θυμίζει Wild Bunch καταστάσεις στο Bristol των late '80s! Τόνοι από τρισδιάστατο μπάσο, γυμνό ground beat που παράγεται από αναλογικά drum machine, reggae, πασιφιστικά τσιτάτα, handclaps και ανατριχιαστικά χτυπήματα στο πιάνο. Μέσα σε ένα απόλυτα ομαδικό πνεύμα, ο Chris Fayumu (Dj Mu), ιδρυτής και συντονιστής της κολλεκτίβας, χτίζει τις συνθέσεις του γύρω από το απίστευτο φωνητικό βάθος του Dallas Tamaira, κεντρικό τραγουδιστή του γκρουπ, αλλά και τον ακατανίκητο ρυθμό. Θλιμμένα ρεφρέν μέσα στην έξαψη του κατακαλόκαιρου, επίμονο μπλουζ από μια και μοναδική κιθάρα που κάνει όμως τη διαφορά, και σφήνες από πνευστά που υποβάλουν την ουσία και το πνεύμα της αφύπνησης. Στα υποβλητικά μέτρα του ρυθμού πατάνε και τα δυο άλμπουμ των Fat Freddy's Drop, και τα δυο εξαιρετικά ώριμα και περιπετιώδη ταυτόχρονα (όπως ήταν τα ντεμπούτα  των Soul II Soul και Massive Attack). Κι ενώ το "Based on a True Story" του 2005 παρουσιάζει ήδη μια πλήρη αφηγηματική ροή τραγουδιών, η έκπληξη ξαναέρχεται το 2009 με το "Dr Boondigga and the big BW" που μόλις κυκλοφόρησε. Πατώντας το play ξεχύνεται μια αναλογική μπουρμπουλήθρα από τις ένδοξες μέρες του ambient-house και προσγειώνεται πάνω σε απόλυτα σύγχρονους 8bit-step μπασορυθμούς. Δυναμικά συμπυκνωμένη,σύγχρονη,ψυχεδελική soul. Και αποτελεσματικά προσιτή!


Thursday, 28 May 2009

ΨΥΧΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ I




ΕΙΣΑΙ ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ - ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΚΟΣΜΟΣ




ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη

Είσαι για μένα κούραση το βράδυ
μια μηχανή που σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή


(Είναι ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου. Έφτιαχνε βιομηχανικό άμπιεντ πολύ πριν την εμφάνιση των σΝ στην Ελλάδα.)

Wednesday, 27 May 2009

THE AIR IS ON FIRE




El Michels Affair
"The style and sound of El Michels Affair, which was later coined “cinematic soul”, came about when Leon Michels and Nick Movshon, fellow band mates from The Mighty Imperials, began recording music in Michels’s bedroom studio. Leon Michels had purchased a Tascam 388 (a home recording 8-track module from the early eighties), and began experimenting with music that purposely strayed from the cookie cutter funk that began to saturate the market at the time. Taking influence from all types of music, Michels and Movshon began to create new type of soul music that blended the cinematic quality of soundtrack records with the recording aesthetic of early reggae, and the rawness of 60's rock." (Από το site της Truth & Soul Recordings).
Η μπάντα αυτή ανοίγει τις συναυλίες των Wu-Tang-Clan στις περιοδίες τους. Μπάσο, ντραμς, κιθάρα, σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, φλάουτο, βιμπράφωνο, πλήκτρα και κλασικά ένχορδα, ηχογραφημένα σε οχτακάναλο. Εξαιτίας της συγκεκριμένης παραγωγής ο ήχος βγαίνει περισσότερο συμπαγής και ομοιογενής, κι επιφανειακά λιγότερο φιλόδοξος. Οι ήχοι είναι ένας κι ένας, με αναφορές σε όλο το φάσμα της αστικής soul και των περιχώρων της, ενορχηστρωμένοι από έναν εγκέφαλο (Leon Michels), σε αναπτύξεις που διηγούνται δυναμικά στιγμιότυπα μιας καθημερινότητας. (Θα μπορούσε να ντύσει ολόκληρη την σατιρική σειρά "On the Air" των David Lynch & Mark Frost που πρόβαλε έναν καιρό η ΕΤ1). Και χωρίς να είναι καθόλου "πειραγμένο", καταφέρνει να ακούγεται συγχρόνως ανεπανάληπτο και γεμάτο αναμνήσεις των κραδασμών μιας άλλης εποχής.
(Στα links τα δυο άλμπουμ συν ένα ζωντανά ηχογραφημένο με τους Wu-Tan).

DANCE, CALIFORNIA




WOODEN SHJIPS -- DOS 2009
Την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική τους έιχα την αίσθηση ότι ο Aphex Twin έγινε πατέρας, και τα παιδιά του, από αντίδραση της εφηβείας, ορκίστηκαν να μην ακούσουν ποτέ bleeps, τό σκασαν για την Καλιφόρνια κι έγιναν χίπιδες του ελέους... Ξεκινώντας σαν ένα πριμιτιβιστικό πείραμα στο πρώτο τους άλμπουμ το 2007, οδήγησαν τον ομαδικό αυτοσχεδιασμό τους διαμέσου ατελείωτων επικλήσεων στα ηλιοβασιλέματα της Δυτικής Ακτής, ακριβώς όπως ο πατέρας τους, Richard D. James, έκανε στις ακτές τις Κορνουάλης δυο δεκαετίες πριν. Σαν μια γενική προσομοίωση της garage ψυχεδέλειας της δεκαετίας '65- '75, αφαιρετκή και απρόσωπη, παιγμένη σε αργές στροφές από λιωμένα βινύλια και φρακαρισμένα γούφερ. Ναυτία, ζαλούρα, το υπεραιωνόβιο, ξυνισμένο ροκ ακούγεται τόσο φουτουριστικό παιγμένο ανάποδα (σαν αναρόφηση στο taxidermia). 
(Η εικόνα από την ισοπέδωση του Σαν Φρανσίσκο στους σεισμούς του 1906).

Tuesday, 19 May 2009

EUROPA ENDLOSS




Life is timeless
Parks, hotels and palaces
Promenades and avenues
Elegance and decadence 
Europe endless
Endless endless

ΓΟΜΟΡΡΑ










"Το μεσοκαλόκαιρο του 1943, κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου καύσωνα, η Βρετανική Πολεμική Αεροπορία εξαπέλυσε ένα κύκλο επιδρομών εναντίων του Αμβούργου, υποστηριζόμενη από την 8η Αεροπορική Δύναμη των ΗΠΑ. Στόχος της επιχείρησης με τον κωδικό "Γόμορρα" ήταν η  όσο το δυνατόν ολοκληρωτική καταστροφή και αποτέφρωση της πόλης. Ξημερώματα της 28ης Ιουλίου, από τη μια μετά τα μεσάνυχτα, τα συμμαχικά αεροπλάνα έριξαν δέκα χιλιάδες τόνους εκρηκτικές και εμπρηστικές βόμβες πάνω από την πυκνοκατοικημένα οικιστική ζώνη δυτικά του 'Ελβα. [...] Μέσα σε λίγα λεπτά, όλος ο τόπος, μια έκταση περίπου είκοσι τετραγωνικών χιλιομέτρων, πνιγόταν από πελώριες εστίες πυρκαγιάς, οι οποίες ενώθηκαν τόσο γρήγορα σε κοινό μέτωπο, ώστε μόλις ένα τέταρτο μετά τη ρίψη των πρώτων βομβών ολόκληρος ο ουρανός, ως εκεί που έφτανε το μάτι, είχε μεταβληθεί σε μια πύρινη θάλασσα. Πέντε μόλις λεπτά αργότερα, στη μια και είκοσι, ξέσπασε μια πύρινη θύελλα [...]. Σκαρφαλώνοντας δυο χιλιάδες μέτρα ψηλά στον ουρανό, οι πύρινες λόγχες καταβρόχθιζαν λαίμαργα το οξυγόνο, έτσι που οι άνεμοι έπνεαν τώρα με ταχύτητα κυκλώνα [...]. Πίσω από τις προσόψεις, που σωρίαζονταν η μια μετά την άλλη, τινάζονταν πανύψηλες οι φλόγες, ξεχύνονταν μέσα στους δρόμους σαν παλιροϊκό κύμα με ταχύτητα πάνω από 150 χιλιόμετρα την ώρα [...]. Σε ορισμένα κανάλια το νερό είχε πάρει φωτιά. Τα τζάμια έλιωναν στα βαγόνια των τραμ [...]. Όσοι ορμούσαν έξω από τα αντιαεροπορικά καταφύγια, βούλιαζαν με γκροτέσκες συσπάσεις στις παχιές φυσαλίδες που σχημάτιζε η ρευστή άσφαλτος."
Απόσπασμα από την "Φυσική Ιστορία της Καταστροφής", του W.G. Sebald (ΑΓΡΑ, 2008).
Οι φωτοφραφίες, από τον συμμαχικό βομβαρδισμό της Δρέσδης, του Τόκυο, του Αμβούργου, της Φρακνφούρτης και της Κολωνίας, κατά σειρά (η τελευταία εικόνα είναι από νεοναζιστικό πόστερ, οι μόνοι που μιλούν γι' αυτό το θέμα-ταμπού των συμμαχικών βομβαρδισμών είναι δυστυχώς η γερμανική ακροδεξιά). Οι βομβαρδισμοί αυτοί έγιναν για λόγους εκδίκησης και παραδειγματισμού, καθώς ο Άξονας είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο την Άνοιξη του 1943. Οι Γερμανοί ανοικοδόμησαν τα ιστορικά κέντρα των πόλεων, ξαναχτίζοντας τη δεκαετία του '60 μια ιλουστρασιόν, πλαστική εκδοχή του γοτθικού τους παρελθόντος, μετατρέποντας την Ευρώπη στο μεγαλύτερο θεματικό πάρκο στον κόσμο, (κατά την διατύπωση του J.G. Ballard).

Monday, 18 May 2009

NY BASS POETRY 1968 (THE LAST POETS)



I want to be as free as the spirits of those who left 
I'm talking Malcom, Coltrane, my man Yusef 
Through death through conception 
New breath and resurrection 
For moms, new steps in her direction 
In the right way 
Told inside is where the fight lay 
And everything a nigga do may not be what he might say 
Chicago nights stay, stay on the mind 
But I write many lives and lay on these lines 
Wave the signs of the times 
Many say the grind's on the mind 
Shorties blunted-eyed and everyone wonderin' where I'm 
Bush pushing lies, killers immortalized 
We got arms but won't reach for the skies 
Waiting for the Lord to rise 
I look into my daughter's eyes 
And realize that I'ma learn through her 
The Messiah, might even return through her 
If I'ma do it, I gotta change the world through her 
Furs and a Benz, gramps wantin 'em 
Demons and old friends, pops they hauntin' him 
The chosen one from the land of the frozen sun 
When drunk nights get remembered more than sober ones 
Walk like warriors, we were never told to run 
Explored the world to return to where my soul begun 
Never looking back or too far in front of me 
The present is a gift and I just wanna BE
 
The new documentary Made in Amerikkka, by French director Claude Santiago chronicles the rebirth of The Last Poets, a collective of New York musicians and poets, founded in May 1968. Their name was inspired by a poem by the South African poet Keorapets Kgositsile. 
Their lyrics influenced generations of wordsmiths across the world. One critic wrote that the Last Poets’ politically charged raps, taut rhythms and engagement to their community “almost single-handedly laid the groundwork to the emergence of hip-hop. Intriguingly, their musical chronicles of the US in the 60s inspired the likes of Fela Kuti, Bob Marley and Joe Strummer of the Clash.
Οι Last Poets δεν χρειάζονται συστάσεις. Παρόλο που ο αρχικός τετραμελής πυρήνας τους στην πορεία διχοτομήθηκε, με τους Suliaman El-Hadi & Jalal Mansur Nuriddin από τη μια και τους Umar Bin Hassan & Abiodun Oyewole να συνεργάζονται σε διάφορα πρότζεκτ κάτω από την επίβλεψη του Bill Laswell, το γκρουπ επιδίωξε και πέτυχε να διατηρήσει μια σταθερά προοδευτική μουσική και πολιτική συμπεριφορά, ενεργό τα τελευταία... 40 χρόνια! Προσοχή, γιατί δεν πρόκειται για το συνήθες blaxploitation-funkofusion χαρμάνισαμα που επικρατεί στην ελληνική μπαρότσαρκα τα τελευταία χρόνια. Η μουσική τους είναι μετρημένη και εκλεκτική, και αυτό που κλέβει την παράσταση είναι η απαγγελία ενός ανεπανάληπτου λόγου (λέγε με "rap") και μια από τις πιο χαρακτηριστκές φωνές στην αφροαμερικάνικη ιστορία. 
Στις αρχές του 2009 προβλήθηκε ένα ντοκυμαντέρ αφιερωμένο στην πορεία τους, που έτυχε μάλιστα της έγκρισης του ίδιου του γκρουπ. 

UK BASS POETRY 1990 (THE RAGGA TWINS)




"The Ragga Twins are the link between UK dancehall reggae, jungle and hip-hop. This is a retrospective of their classic (and now very rare) early tracks produced by Shut Up and Dance at the start of the 1990s. The Ragga Twins (alongside producers PJ and Smiley, AKA Shut Up and Dance) revolutionised UK dance music at the start of the 1990s bringing Reggae and Hip-Hop styles together to create Jungle. As drum and bass approaches its 20th anniversary and as new developments such as Grime, UK Garage - and most recently Dubstep – create artists and producers who continue to cite Jungle as a pivotal moment in the UKs musical history, Ragga Twins Step Out, chronicles one of the most important groups of this time. The Ragga Twins (Deman Rockers and Flinty Badman) began their careers as MCs for North London’s legendary Unity reggae sound system. The Ragga Twins were born after Shut up and Dance sampled the pair’s introduction on a dancehall mix-tape and then offered them a deal. At the height of rave culture, The Ragga Twins found themselves playing at raves up and down the country. With one album (Reggae Owes Me Money) and a steady stream of killer singles over the next couple of years the Ragga Twins’ musical blueprint of basslines, breakbeats and ragga defined Jungle music in the years to come. As well as a serious overview of The Ragga Twins tracks with Shut Up and Dance, this album also features the super-rare bonus tracks “Iron Lady” and “Hard Drugs”, dating back to their pre-Ragga Twins, Dancehall days with the Unity Soundsystem. The album comes with extensive sleeve-notes, photographs and interviews. Essential!"
(Από το δελτίο τύπου της Soul Jazz).
Η Soul Jazz Recordings επανεκδίδει παλιό υλικό των δυο βετεράνων mc's, ιδρυτών της ετικέτας Shut Up And Dance, του label που ξεπετάχτηκε από τα λονδρέζικα sound system στη στροφή της δεκαετίας του 1990, και συνενώσε τις χορευτικές υποκουλτούρες της εποχής, το hip-hop, την dancehall reggae και το acid-house, σε μια ελαστική μάζα από μπάσο-μπλιπ-μπουμ-σκρατς, με μια καθοριστική κίνηση που οδήγησε στη γέννηση του jungle. Τα στρυφνά, ανάποδα beats (ντυμένα συχνά με φωνάρες σαν αυτής της Nicolette, που έμεινε στην ιστορία για τις δυο ερμηνείες της στο "Protection" των Massive Attack), ανέστειλαν τις αναχωρητικές τάσεις φυγής και τον ουτοπικό χαρακτήρα του rave χιπισμού που επικρατούσε στα λιβάδια της Μ.Βρετανίας (και στην Ίμπιζα, τα δυο καλοκαίρια του '88 και '89), και προσγείωσαν την ηλεκτρονική μουσική στο αστικό περιβάλλον και την πραγματικότητα των κοινωνικών αποκλεισμών. Φωνητικά sαmples από soul ουρλιαχτά, ragga λεκτικό ντελίριο από στόματα που αφρίζουν, ηχορύπανση από το live traffic του δρόμου, διάσπαρτα bleeps κόντρα σε hard funk αποσπάσματα που ΜΟΝΟ το 1990 κατάφεραν να ακουστούν τόσο παραισθησιακά και ωμά για το μυαλό και το σώμα αντίστοιχα. Πέντε χρόνια μετά τα πάντα θα παραδίνονταν στον κομφορμισμό του σαλονάτου d'n'b που χωρίς αντίσταση αφομοιώθηκε από τις διαφημίσεις γρανίτας με άρωμα mango...
(Στα links η αναδρομική συλλογή της Soul Jazz συν τα δυο original lp's από την περίοδο 1990-1995).

UK BASS POETRY 1975 (Linton Kwesi Johnson)





Linton Kwesi Johnson was born in 1952 in Chapelton, Jamaica. He moved to London in 1963 to be with his mother and went on to read Sociology at Goldsmiths College, University of London.
He joined the Black Panther movement in 1970, organising a poetry workshop and working with Rasta Love, a group of poets and percussionists. He joined the Brixton-based Race Today Collective in 1974. His first book of poems, 
Voices of the Living and the Dead, was published by the Race Today imprint in 1974. His second book, Dread, Beat, an' Blood(1975) includes poems written in Jamaican dialect, and was released as a record in 1978. He is widely regarded as the father of 'dub poetry', a term he coined to describe the way a number of reggae DJs blended music and verse. Johnson maintains that his starting point and focus is poetry, composed before the music, and for this reason he considers the term 'dub poetry' misleading when applied to his own work. Linton Kwesi Johnson lives in Brixton, South London. A selection of his poetry, entitled Mi Revalueshanary Fren, was published in 2002 as a Penguin Classic.
Johnson's debut album, Dread Beat an' Blood, was released in 1978. It comprised poetry written in an uncompromising Jamaican-London vernacular and militant politics set to a reggae accompaniment. The combination ensured that his vivid and angry stories of Brixton street life and police brutality broke out of their south London setting to acquire a resonance far beyond location or race. Follow-up albums Forces of Victory (1979), Bass Culture (1980) and Making History (1983) provided the soundtrack to a remarkable period of postwar history during which the children of the Windrush generation of Caribbean immigrants established their permanent place in British society.
Ο κύριος Linton Kwesi Johnson (LKJ), Μαύρος Πάνθηρας στο Brixton του ΝΑ Λονδίνου από τα τέλη του '70, ζωντανός φορέας της αφρικανικής συνείδησης και αγωνιζόμενος με την ποίηση και τη μουσική του ενάντια στο αστυνομικό κράτος της Θάτσερ σε όλη τη διάρκεια των χρόνων του '80, συνεχίζει σήμερα να υπενθυμίζει στις νέες γενιές μεταναστών την διαχρονικότητα του ζητήματος, στο σημερινό πλαίσιο του γενικευμένου human trafficking και της αναβολικής μπατσοκρατορίας. Το μουσικό απόθεμα του LKJ κουβαλά τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της bass culture στην πιο κλασική της εκδοχή, χωρίς την εξαλλοσύνη της κονσόλας του νταμπ. Σε πρώτο πλάνο περνά η φωνή του Linton που τραγουδά την ποίηση που έχει προηγηθεί της μουσικής. Το υπόβαθρο είναι ένα ολοκληρωμένο reggae section, με πιάνο, ανάγλυφα κρουστά, slide κιθάρα και χάλκινα πνευστά που σφύζουν από την εμπειρία της free jazz των 70s. 
Bass materialism!

Thursday, 14 May 2009

NO SUCH THING (ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ)




"L.A.-based producer Nosaj Thing (Jason Chung) is a sound innovator. He’s a sweet kid with a sinister musical agenda. His electronic soundscapes and wild beat tectonics play like vignettes that affect the listener’s mind as deeply as he hits their soul. Without a doubt, Nosaj Thing is among L.A.’s finest musical modulators.
Jason’s early work came awkwardly but not at all haphazardly. At age 13, he took his first computer from his father, an archaic PC that struggled even with word documents. In the hands of Nosaj Thing, it became an Intel Celeron home studio. With a “donated” copy of Reason, a demo version of Ableton Live and a computer mouse (he couldn’t afford a MIDI controller), Nosaj Thing began making music. He built his first productions note for note on the electronic staff of his Frankenstein studio. When your focus is strong, all you really need is a machine that works." 

NOSAJ THING - DRIFT 2009
Έχω καιρό να το πάθω αυτό, να με παρασύρει μια μελωδία και να με αναγκάσει να τα παρατήσω όλα και να χάσκω ανάσκελα στο κρεβάτι με κλειστά μάτια, να περάσει η μέρα, και να χρωματιστεί από έναν ήχο και μόνο ώστε, ο χρόνος να γίνει ένα με τη μουσική. Το ένιωσα με το "I Care Because You Do" του Aphex Twin, άντε και με δυο-τρια ακόμα άλμπουμ της Warp την περίοδο εκείνη.  Σπάνια μουσικός απελευθερώνει τόσο αδιαμεσολάβητα το διάστημα που βρίσκσκεται κλεισμένο στ' αυτιά του, σπάνια ένας ήχος μοιάζει να ξεπηδά από το δωμάτιό σου λες και τον προκάλεσε το άμεσο περιβάλλον εδώ και τώρα. Είναι μάλλον ο πρώτος δίσκος που ξεπετάγεται από τη νέα ρυθμολογία και δεν κουβαλάει τη σάπια alien ατμόσφαιρα της Hyperdub, η οποία καλώς ή κακώς έθεσε τα στάνταρ τη τελευταία τριετία. Δεν μπορώ να διακρίνω ίχνος ειρωνίας στη μουσική του Nosaj Thing. Τα κομμάτια του, που τα αντιπροσωπεύουν όλα μονολεκτικοί τίτλοι όπως "Fog", "Caves", "Us", πότε καθηλώνουν τον χρόνο και πότε τον κάνουν να κυλάει προς μια άγνωστη διεύθυνση, που υποκύπτει στη παρόρμηση της στιγμής.  Σύντομης διάρκειας αλλά τόσο πηγαίο που μοιάζει αναγκαίο, χωρίς να γεννά αμφιβολίες, από έναν 22χρονο που η ιστορία του θυμίζει τον Daniel Pemberton και (σχεδόν) τον Aphex Twin, σε νέα εκδοχή, complete without surface noise αυτή τη φορά!  
(Και επιτέλους η ηλεκτρονική μουσική μοιάζει να ανακτά το θάρρος που της έλλειπε εδώ και τόοοσο καιρό, στις ΗΠΑ έκαναν χρόνια και ζαμάνια να την αφομοιώσουν, αλλά όλα δείχνουν πως τα πράγματα ωρίμασαν και η αναμόρφωση/ξεπέρασμα του hip-hop στο L.A. είναι μόνον η αρχή... ).

Tuesday, 5 May 2009

Arne Weinberg- Alpha & Omega 2009




Ο Arne Weinberg είναι Γερμανός. Ο ήχος που κατάφερε να αναπτύξει σε μια σειρά από χορευτικά 12" είναι ένα κράμα κλασικών επιροών από Detroit και Chicago, πραγματικά κλασικών προδιαγραφών, με αναφορές σε παραγωγούς-κλειδιά του αμερικανικού underground, όπως οι Mike Dunn, Ron Trent, Dan Curtin, Drexciya κ.α.  Στο "Alpha & Omega", δεύτερο long play μετά το "Path of the Gods" του 2007, ο ήχος αυτός απλώνεται για 90 λεπτά σε ένα φιλόδοξο σύνολο που έχει την αύρα των γερμανικών kraut άλμπουμς των 70's, των Ash Ra Tempel και των Tangerine Dream. Οι αναπτύξεις του είναι ωστόσο ενήμερες για το σημερινό κλίμα των sub-bass συγκοπών και της σκελετικής δομής του dubstep, οπότε το βάρος μετατίθεται από το σποραδικό kickdrum στα δευτερεύοντα στοιχεία του ρυθμού και στο υπερκινητικό μπάσο. Βασισμένο πάνω σε μελωδικά κρουστά ή σε κρουστές μελωδίες, τίποτε στο άλμπουμ αυτό δε μοιάζει λουπαρισμένο. Electro της παλιάς σχολής χτισμένο πάνω στις δομές της νέας σχολής, που θέλει την ηλεκτρονική μουσική να μεταμορφώνεται από τετράμετρο σε τετράμετρο, σαν jazz αυτοσχεδιασμός, όπου τίποτα δεν επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά. Τα λιτά συνθ μονολογούν ακατάπαυστα και σηκώνουν όλο το βάρος του βαθούς διαστήματος και της φουτουριστικής dub, που δεν θα πάψει να αποτελεί το χαμένο κέντρο της σύγχρονης μουσικής... και γω δε ξέρω για πόσα χρόνια ακόμα, αυτός ο ήχος μοιάζει ανεξάντλητος.  Το εξώφυλο δείχνει ανάγλυφα το περιεχόμενο: πηχτά χάλκινα αποτυπώματα πάνω σε βελούδινη στερεοφωνία. 

NO MORE BLUE TOMORROWS




JEAN-MICHEL -- TONES OF FUN 2009
"Finally he is back as Jean-Michel not least in order to formulate his very own definition of time-lapsing Dubstep-Electronica. As a refreshing and vital anti-thesis to ketamine-infested after-hour stiffness, Tons Of Fun introduces euphoric melodies of luck without ironic breaks, but with hooks and loops." ONPA

Δεν ξέρω αν αυτός ο δίσκος είναι ketamine-free ή οτιδήποτε, πάντως είναι κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα σε σύγκριση με τον σκληρό πυρήνα του dubstep. Καμία σχέση με νυχτοπερπατήματα και αστικούς μύθους, τα vibes είναι αυτά ενός ατέλειωτου κυριακάτικου πρωινού, όταν όλη η ζωή βρίσκεται μπροστά σου και κυλά αμέριμνη. Daydreaming κατάσταση, όπου το κέθε κομμάτι έχει εντελώς ξεχωριστό χαρακτήρα σαν να ακούς ραδιοφωνική εκπομπή. Οι εκπλήξεις είναι συνεχόμενες, το rhythm section είναι οργανικό και συντονίζεται δυναμικά με τα ηλεκτρονικά πλήκτρα και τον ιδιότροπο club χαρακτήρα, σε ένα ντελίριο που ξεπερνάει την μια ώρα χωρίς να κάνει κοιλιά πουθενά. Ηλεκτρονική αυθάδεια σε πλήρη έξαρση! Εδώ μέσα συνοστίζονται τόσες ιδέες που η ακρόαση σε γεμίζει ανυπομονησία για όλα τα ελέη του Θεού που δεν μπορεί κανείς να χαρεί, ίσως, στην διάρκεια μιας ζωής αλλά... χωράνε μαγικά στην διάρκεια ενός άλμπουμ!  Από την μέση και μετά, όμως, έρχεται η ανατροπή. Μελαγχολία χρωματίζει τα πάντα και η αφήγηση γίνεται κάπως μελό, σαν να εμφανίστηκε ο Angelo Badalamenti, αναιρώντας ειρωνικά τα όσα προηγήθηκαν... Ένα πλήρες άλμπουμ, με μια αιφνιδιαστική στροφή στο δεύτερο μέρος που σε αφήνει μετέωρο.
 

Monday, 4 May 2009

TEN-TWENTY 2009




Based in Devon, the coastal and elemental forces of 10-20’s environment are evident in the scope of intricate sounds layered and woven into rough shorn textures, where only a filtered ghostly impression of club-land’s influence can be discerned within the resultant sound. (Από την πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση στο ευρηματικό blog Music Musings & Miscellany ).

Αυτός ο δίσκος από την Highpoint Lowlife είναι μια από τις πιο προχωρημένες μεταλλάξεις του dub που σκάνε τον τελευταίο καιρό από το πουθενά. Επίμονο ambient groove, συνεσταλμένοι ήχοι, γνώριμα μοτίβα που παίζουν όμως ασυγχρόνιστα, και θόρυβοι σε πολλά επίπεδα, που δημιουργούν ένα αναβράζον κλίμα, θελκτικό σε όσους πριν από δέκα χρόνια εκτιμούσαν την ακατέργαστη ενέργεια της Chain Reaction. Μόνο που ο δρόμος πλέον πάει τεθλασμένα, δεν υπάρχει ανοδική κλιμάκωση και ο καταναγκασμός του ντεμέκ meditation, η ραχοκοκαλιά του dub αποδομείται, χάνει συνεχώς την ισορροπία της και αποπροσανατολίζεται. Αλλού το σώμα και αλλού η συνείδηση. Ακούγεται στο repeat εξαντλητικά, χωρίς συναισθηματικό focus, στήνοντας μια ωραιότατη αμόσφαιρα ελεγχόμενης παράνοιας, ελαφρά εθιστική, αλλά χωρίς καθόλου τις γνωστές παρενέργειες του 8bit/bass φρικαρίσματος που μας παραδέρνει τελευταία ...